-
1 καλώδιο
[калодио] ουσ. о. кабель.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καλώδιο
-
2 кабель
-я α.καλώδιο•подводный кабель υποβρύχιο καλώδιο•
неизолированный кабель γυμνό καλώδιο•
подземный кабель υπόγειο καλώδιο.
-
3 кабель
кабельм τό καλώδιο[ν], τό σύρμα:телеграфный \кабель τό τηλεγραφικών καλώδιο· подводный \кабель τό ὑποθαλάσσιο καλώδιο. -
4 трос
το σχοινί, το συρματόσχοινο, το παλαμάριτο καραβόσκοινοзадерживающий ав. - το συρ-ματόσκοινο ανάσχεσηςкокосовый - το κα-ρυόσχοινο, η τζίβα (από ίνες κοκοφοίνικα)стальной гибкий{}жёсткий{} - το χαλύβδινο εύκαμπτο/δύσκαμπτο συρματόσκοινοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трос
-
5 кабель
-
6 буйреп
мор. το καλώδιο ή σύρμα του σημαντήρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > буйреп
-
7 вывод
1. (удаление) η αποχώρησηη έξοδοςη εκκένωσηη απομάκρυνση2. (умозаключение) το συμπέρασματο πόρισμαη (λογική) συναγωγή συμπερασμάτων3. (φορ-мулы, уравнения) η εξαγωγή, η παραγωγή 4. (процесс) η εξαγωγή 5. (устройство) η έξοδος 6. (соединительный провод) το καλώδιο σύνδεσης, η έξοδος 7. (зажим) о ακροδέκτηςзаземляющий - см. - заземления 8. вчт. η έξοδος9. (на орбиту) η τοποθέτηση στην τροχιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вывод
-
8 заводить
1. (механизм) κουρδίζω 2. (провод, кабель и т.п.) περνώ (μέσα) το καλώδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заводить
-
9 литцендрат
το καλώδιο με υφαντή επικάλυψη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > литцендрат
-
10 монтаж
1. (сборка, установка) η συναρμολόγηση, η άρμωση, το μοντάρισμα- στη βάση- трубопровода - του δικτύου σωλήνων/σωληνόσεων 2 (эл.элн.) η περιέλιξη, το κύκλωμαпередний (на щите панели) - μπροστινή -, εμπρόσθια -3. (литер., муз.) η άρμωση 4. кфт. η συναρμολόγηση (της εικόνας), το μοντάζ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монтаж
-
11 одножильный
(провод) эл. μονόκλω-νος (για καλώδιο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > одножильный
-
12 провод
το καλώδιο, το σύρμαнадрезать - χαράσσω/κόβωτο -линейный - γραμμικό -, ηλεκτροφόρο -неизолированный - γυμνό -, μη-μονωμένο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провод
-
13 продевать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продевать
-
14 удлинитель
1. тех. о επιμηκυντήρας 2. (электрический шнур) το καλώδιο επιμήκυνσης/συμπλήρωσηςη μπαλα-ντέζα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удлинитель
-
15 фидер
το τροφοδοτικό καλώδιοο τροφοδότηςο μηχανισμός τροφοδότησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фидер
-
16 шнур
1. (плетёная верёвка) το σχοινί, ο σπάγγοςвос-пламенительный - το πυρείο, το φιτίλιгибкий - (тлф.) ελαστικό -уплотняющий маш. - στεγανοποίησης2. (электрический провод) το (ηλεκτρικό) καλώδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шнур
-
17 электропровод
το ηλεκτρικό καλώδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электропровод
-
18 подводный
подводн||ыйприл ὑποβρύχιος, ὑποθαλάσσιος:\подводныйый кабель τό ὑποβρύχιο καλώδιο· \подводныйая лодка τό ὑποβρύχιο[ν]· \подводныйая часть (судна) ἡ καρίνα, ἡ τρόπις· \подводныйый камень а) ὁ, ἡ ὑφαλος, ἡ ξέρα, б) перен τό πρόσκομμα, τό ἐμπόδιο· \подводныйое течение τό θαλάσσιο ρεύμα -
19 тянуть
тян||у́тьнесов1. τραβώ/ ἀπλώνω, τοποθετώ (прокладывать):\тянуть кого́-л. за руку τραβώ ἀπό τό χέρι· \тянуть кабель τοποθετώ καλώδιο·2. (вести за собой силой) ἔλκω/ ρυμουλκώ (на буксире):пароход тянет баржу τό ἀτμόπλοιο ρυμουλκεί τήν μαούνα·3. (протягивать) τείνω, τεντώνω:\тянуть ру́ку к звонку́ ἀπλώνω τό χέρι μου στό κουδούνι· \тянуть шею τεντώνω τό λαιμό·4. (медленно произносить) σέρνω:\тянуть слова́ σέρνω τά λόγια·5. (медлить) παρατραβώ κάτι:\тянуть дело παρατραβώ τήν ὑπόθεση· \тянуть время χρονοτριβώ·6. (звать) разг τραβώ:его́ никто си́лой не тянет κανείς δέν τόν τραβἄ μέ τό ζόρι·7. (влечь):меня (его) тянет μέ (τόν) τραβᾶ κάτι, ἐπιθυμώ κάτι· меня́ тянет за город ἐπεθύμησα νά πάω ἐξοχή· его тя́нет ко сну́ θέλει νά κοιμηθεί·8. (весить) ζυγίζω·9. (выделывать\тянуть о проволоке) συρματοποιώ·10. перен (вымогать \тянуть о деньгах и т. п.) παίρνω, τσιμπώ:\тянуть все жилы из кого-л. ξεζουμίζω κάποιον11. (о трубе, дымоходе) τραβώ·12. (вбирать, всасывать) είσπνέω, ρουφώ:\тянуть через соломинку ρουφώ μέ καλαμάκι·13. безл (о струе воздуха, о запахе):тя́нет холодом от окна́ μπάζει κρύο ἀπ' τό παράθυρο· тянет сыростью ἔρχεται ὑγρασία· ◊ \тянуть жребий τραβώ κλήρο· \тянуть карту из коло́ды τραβῶ χαρτί· \тянуть за душу кого́-л., \тянуть ду́шу из кого́-л. βγάζω τήν ψυχή κάποιου· \тянуть за язык τραβώ ἀπ· τή γλώσσα, ὑποχρεώνω κάποιον νά μιλήσει· его́ за язык никто не тянет κανείς δέν τόν ὑποχρεώνει νά μιλήσει· е́ле но́ги \тянуть μόλις σέρνω τά πόδια του· \тянуть все ту же песню ἐπαναλαμβάνω τά ἰδια καί τά ἰδια· \тянуть на поводу́ σέρνω ἀπό πίσω μου· \тянуть слабого ученика́ βοηθώ τόν καθυστεροῦντα μαθητή· тянет в плечах (об одежде) σφίγγει στίς πλατες. -
20 электропровод
электропроводм τό ἐλεκτρικό καλώδιο.
См. также в других словарях:
καλώδιο, ηλεκτρικό — Ομάδα αγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, κατάλληλα συνδεμένων και μονωμένων μεταξύ τους με έναν κοινό μανδύα. Ο όρος ισχύει και στην περίπτωση ενός μόνο μονωμένου αγωγού. Τα η.κ. μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες ομάδες: σε καλώδια μεταφοράς… … Dictionary of Greek
καλώδιο — το (AM καλῴδιον) σχοινί μέτριου πάχους, μικρός κάλως*, παλαμάρι («καλῳδίῳ ἐν ἀσκοῑς ἐφέλκοντες μήκωνα μεμελιτωμένην», Θουκ.) νεοελλ. 1. (ηλεκτρολ. τηλεπικ.) αγωγός ή σύνολο αγωγών, με ή χωρίς μόνωση, που εξυπηρετεί τη μεταφορά ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
καλώδιο — το συρμάτινο σκοινί που περιβάλλεται με μονωτικό υλικό και χρησιμεύει ως αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος: Ο ηλεκτρολόγος μάς διόρθωσε τα καλώδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση … Dictionary of Greek
βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
υπερατλαντικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον Ατλαντικό, στην άλλη ακτή τού Ατλαντικού («οι υπερατλαντικοί μας εταίροι») 2. ο σχετικός με τον διάπλου τού Ατλαντικού ωκεανού («υπερατλαντικά δρομολόγια») 3. φρ. «υπερατλαντικό καλώδιο» τηλεπ.… … Dictionary of Greek
ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… … Dictionary of Greek
μετάδοση δεδομένων — Πρόκειται για τη ψηφιακή μ.δ. από μια συσκευή πομπό σε μια συσκευή δέκτη. Η ταχύτητα και η αξιοπιστία μετάδοσης ενός σήματος εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, με βασικότερο τον τρόπο μετάδοσης. Οι τρόποι μετάδοσης ενός σήματος είναι η σειριακή… … Dictionary of Greek
αλεξικέραυνο — Ηλεκτρικός αγωγός, προορισμός του οποίου είναι η προστασία από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδων. Το πρώτο α. κατασκεύασε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος το 1765. Η κατασκευή του περιλάμβανε ένα σιδερένιο ραβδί, μήκους 5… … Dictionary of Greek